- αέκητι
- ἀέκητι (επικό επίρρημα) (Α)παρά τη θέληση κάποιου, ακούσια, αθέλητα (στον Όμηρο συχνά με γεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων το επίρρημα αρχικά είχε τη γεν. θεῶν (ἀέκητι θεῶν= παρά τη θέληση τών θεών) ως απαραίτητο συμπλήρωμα. Με βάση την παρατήρηση αυτή και τη μορφολογική ιδιομορφία τού επιρρ. (κατάληξη -ητι), πιστεύεται ότι το ἀέκητι πλάστηκε αναλογικά προς τη φράση θεῶν ἰότητι (= με τη θέληση τών θεών), για να εκφράσει την αντίθετη έννοια «θεῶν ἀεκόντων». Από το ἀέκητι σχηματίστηκε εν συνεχεία και τύπος ἕκητι (= με τη θέληση τού, δυνάμει, χάριν τού...)].
Dictionary of Greek. 2013.